- αλέπτυντος
- η , ο [ος , ον ]1) не утончённый, не ставший тонким; толстый;
αλέπτυντα ελάσματα — толстолистовой прокат;
2) не утончённый, не рафинированный, грубый (об уме и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλέπτυντα ελάσματα — толстолистовой прокат;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλέπτυντος — η, ο [λεπτύνω] 1. αυτός που δεν λεπτύνθηκε, δεν έγινε λεπτός 2. αυτός που δεν οξύνθηκε, δεν καλλιεργήθηκε αρκετά … Dictionary of Greek